- μισέλληνα
- μισέλληνhater of the Greeksneut nom/voc/acc plμισέλληνhater of the Greeksmasc/fem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μισελληνικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει στον μισέλληνα ή στον μισελληνισμό («μισελληνική πολιτική»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μισέλλην. Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον Ικ. Λάτρη] … Dictionary of Greek
μισελληνισμός — ο η ιδιότητα και το χαρακτηριστικό γνώρισμα τού μισέλληνα, το μίσος προς την Ελλάδα, τους Έλληνες και γενικά σε οτιδήποτε ελληνικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισέλλην + ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Κων/νο Ασώπιο] … Dictionary of Greek
Τζεχάνης, Κωνσταντίνος — Λόγιος, που ήκμασε στο πρώτο μισό του 18ου αι. Γεννήθηκε στη Μοσχόπολη. Σπούδασε στην Ουγγαρία και μετά στη Γερμανία, στη Γαλλία και στην Ολλανδία. Στη Λεύδη άκουσε τον καθηγητή, που δίδασκε τα ελληνικά γράμματα να καταφέρεται εναντίον των… … Dictionary of Greek